μωρόσοφος — foolishly wise masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρόσοφος — η, ο (Α μωρόσοφος, ον) μωρός που νομίζει ότι είναι σοφός ή πολυμαθής, ενώ είναι χωρίς κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + σοφός] … Dictionary of Greek
μωρόσοφον — μωρόσοφος foolishly wise masc/fem acc sg μωρόσοφος foolishly wise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωροσόφων — μωρόσοφος foolishly wise masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek
δοκησίσοφος — η, ο (AM δοκησίσοφος, ον) αυτός που νομίζει πως είναι σοφός, μωρόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δόκησις + σοφός] … Dictionary of Greek
μωροσοφία — η [μωρόσοφος] η ιδιότητα και το γνώρισμα τού μωροσόφου … Dictionary of Greek
ξυλόσοφος — ο μωρόσοφος, μωρός που παριστάνει τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek